- Στυρέων
- Στύρεοςfem gen plΣτύρεοςmasc/neut gen plΣτυρήςmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιγίλεια ή Αιγιλία — Αρχαία ονομασία μιας έρημης νησίδας του Ευβοϊκού κόλπου που βρίσκεται ανοιχτά της ακτής του Μαραθώνα, απέναντι από την πόλη Στύρα. Η σημερινή της ονομασία είναι Στούρα ή Στουρονήσι ή Μεγαλόνησος. Ο Ηρόδοτος (την ονομάζει «νήσον Στυρέων») αναφέρει … Dictionary of Greek